- ιβανώ
- ἰβανῶ, -άω (Α) [ίβανον](κατά τον Ησύχ.) αντλώ νερό από το πηγάδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιβανατρίς — ἰβανατρίς, ἡ (Α) [ιβανώ] το σχοινί τού κάδου με τον οποίο γίνεται άντληση από το πηγάδι … Dictionary of Greek